Από την τυπική συμπεριφορά, στην ψυχοπαθολογία
- Μαρία Σουρίδη, Ψυχολόγος
- 19 Νοε 2018
- διαβάστηκε 3 λεπτά
Η διάκριση ανάμεσα στη φυσιολογική και τη μη φυσιολογική συμπεριφορά, συχνά αποτελεί ένα είδος πρόκλησης για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, οι οποίοι καλούνται να αναλάβουν και λάβουν μία απόφαση αναφορικά με το προφίλ της ψυχικής υγείας ενός ατόμου, είτε ανήλικου είτε ενήλικου.
Προκειμένου, λοιπόν, να ληφθεί μία απόφαση αναφορικά με την ύπαρξη μη φυσιολογικής/τυπικής συμπεριφοράς σε ένα άτομο, χρειάζεται να λάβουμε υπ' όψιν μας τέσσερεις επιμέρους έννοιες, οι οποίες ενδεχομένως να μας βοηθήσουν στη διάγνωση μίας νοσολογικής οντότητας (i.e. μίας ψυχοπαθολογικής διαταραχής). Αυτές είναι η παρέκκλιση (deviance), η δυσλειτουργία (dysfunction), η δυσφορία (destress) και ο κίνδυνος/επικινδυνότητα (danger).

Ο επαγγελματίας υγείας που θα ασχοληθεί με την αξιολόγηση της ψυχικής υγείας ενός ατόμου, συγκεντρώνει πληροφορίες έτσι ώστε να μπορέσει να προσδιορίσει την ένταση, τη συχνότητα και τη διάρκεια μίας συμπεριφοράς σε σχέση με το αναμενόμενο/ "φυσιολογικό". Επιπλέον, ασχολείται με το βαθμό εμφάνισης μίας συμπεριφοράς, αλλά και με τις συνέπειες που μπορεί αυτή να έχει. Μαζί με τα παραπάνω, εξετάζεται και η συστηματικότητα της συμπεριφοράς αυτής, δηλαδή κατά πόσον επαναλαμβάνεται σε διαφορετικά ή συγκεκριμένα πλαίσια και προς διαφορετικούς ή συγκεκριμένους ανθρώπους.
Έτσι, λοιπόν, ο ειδικός καλείται να τοποθετήσει μία συμπεριφορά μέσα σε ένα συνεχές που περιλαμβάνει την ήπια, μέτρια ή σοβαρή απόκλιση από την αναμενόμενη συμπεριφορά για την ηλικία και το αναπτυξιακό επίπεδο του ατόμου. Παράγοντες, ωστόσο, όπως το πολιτισμικό υπόβαθμο, ενδέχεται να επηρεάσουν την τοποθέτηση μίας συμπεριφοράς στο συνεχές της καλής ψυχικής υγείας - ψυχοπαθολογίας, καθώς το σύνολο των συμπεριφορών που είναι αποδεκτό από το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο, μπορεί να επιδράσει στον καθορισμό μίας συμπεριφοράς ως αποκλίνουσας ή φυσιολογικής/τυπικής.
Η δυσλειτουργία από την άλλη, αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο ένα άτομο λειτουργεί με επάρκεια στην καθημερινότητά του. Στην περίπτωση που ορισμένες συμπεριφορές οδηγούν σε δυσλειτουργία μέσα στο οικογενειακό, εκπαιδευτικό και εργασιακό περιβάλλον, ενδεχομένως να παραπέμπουν σε ψυχοπαθολογία και επομένως, στην απόδοση μίας διαγνωστικής οντότητας.
Επιπλέον, είναι απαραίτητο να λάβουμε υπ' όψιν μας το επίπεδο δυσφορίας και αναστάτωσης που βιώνει ένα άτομο ή/και τα άτομα που το περιβάλλουν. Συνήθως, οι ενήλικες είναι σε θέση να μιλήσουν για την αναστάτωση που νιώθουν· τα παιδιά, όμως, λόγω της ελλιπούς αντίληψης των συναισθημάτων και των συμπεριφορών τους, δυσκολεύονται να περιγράψουν την κατάσταση στην οποία συναισθηματικά ή συμπεριφορικά έχουν περιέλθει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, χρησιμοποιούνται διαφορετικές μέθοδοι από αυτές των ενηλικών, όπως το παιχνίδι και η ζωγραφιά, προκειμένου να εκμαιεύσουμε πληροφορίες αναφορικά με τα συναισθήματα ενός παιδιού.
Ακόμη, είναι σημαντικό να αξιολογηθεί κατά πόσον ένα άτομο κρίνεται επικίνδυνο τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους. Αν ένας ανήλικος ή ενήλικος εκδηλώσει αυτοκτονικές τάσεις είτε φαντασιακά (κάνει σκέψεις που περιστρέφονται γύρω από την αυτοκτονία) είτε στην πράξη (με απόπειρες αυτοκτονίας), αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την ίδια του την ύπαρξη. Επίσης, αν ένα άτομο έχει ιδέες ή προσπαθεί έμπρακτα να βλάψει ηθελημένα κάποιον άλλο άνθρωπο ή ζώο, καθίσταται επικίνδυνο για τους άλλους.
Συχνά, συνυπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ψυχική υγεία ενός ατόμου ήδη από τη βρεφική, προσχολική και παιδική του ηλικία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αλληλεπίδραση φύσης – περιβάλλοντος (nature – nurture), δηλαδή ο συνδυασμός των προσωπικών χαρακτηριστικών του παιδιού, αλλά και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο το ίδιο καλείται να ανταπεξέλθει, καθώς ο συνδυασμός αυτός δίνει και το τελικό αποτέλεσμα στη διάπλασή του.
Πιο συγκεκριμένα, οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαμόρφωση δυσκολιών σε πολλαπλούς ή συγκεκριμένους τομείς, μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τέσσερις ευρύτερες κατηγορίες:
α) τους συστηματικούς παράγοντες, δηλαδή τους βιολογικούς, γενετικούς και βιοφυσιολογικούς παράγοντες, οι οποίοι μπορούν (αλλά όχι κατά κανόνα) να κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από τη στιγμή της γέννησης (πχ. γενετικοί παράγοντες, διαταραχές κατά την ενδομήτριο ζωή, χρωμοσωμικές ανωμαλίες, περιγεννετικές διαταραχές) και ενδέχεται να εμπλέκουν συγκεκριμένες δομές του εγκεφάλου, το ενδοκρινικό σύστημα και τις ορμόνες, τους νευροδιαβιβαστές (χημικές ουσίες που "στέλνουν μηνύματα" σε εγκεφαλικά κύτταρα για την ενεργοποίηση ή αναστολή μίας αντίδρασης), τη γενετική και την κληρονομικότητα,
β) τις σωματικές παθήσεις (πχ. κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, εγκεφαλικές νόσους ή άλλου τύπου σωματικές παθήσεις και αναπηρίες),
γ) τους χαρακτηρολογικούς παράγοντες που αναφέρονται στην ιδιοσυγκρασία - ταπεραμέντο (temperament) του ίδιου του ατόμου, δηλαδή στα ιδιαίτερα προσωπικά, φυσικά του χαρακτηριστικά. Η ιδιοσυγκρασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο αντιδρά σε συναισθηματικά ερεθίσματα, λαμβάνοντας υπ' όψιν την ισχύ και την ταχύτητα της αντίδρασης, αλλά και την ποιότητα, τις αυξομειώσεις και το είδος της διάθεσης του ατόμου,
δ) τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που συμπεριλαμβάνουν τα εξωτερικά ερεθίσματα στα οποία εκτίθεται ένα άτομο, όπως την οικογένεια, το σχολείο και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο το παιδί ανήκει (πχ. γειτονιά, αθλητικό σύλλογο/ομάδα, ωδείο, εκκλησία, κλπ.).
Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι η εμφάνιση και η διαμόρφωση δυσκολιών έως την ανάπτυξη και την παγίωση ψυχοπαθολογίας σε οποιαδήποτε ηλικία είναι πολυπαραγοντική, με τους παράγοντες αυτούς να αλληλεπιδρούν σύνθετα και δυναμικά σε πολλαπλά επίπεδα.
Βιβλιογραφία
Comer, R.J. (2001). Abnormal psychology (4th.). New York: Worth Publishers.
Wilmshurst, L. (2011). Εξελικτική Ψυχοπαθολογία: Μία αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Comments