Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ): Ποια είναι η κλινική της εικόνα;
- Μαρία Σουρίδη, Ψυχολόγος
- 13 Ιουλ 2018
- διαβάστηκε 4 λεπτά
Η κλινική εικόνα της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) περιλαμβάνει την ελλειμματική προσοχή, την παρορμητικότητα και την υπερκινητικότητα, με συνοδές δυσκολίες στις κοινωνικές δεξιότητες, την ακαδημαϊκή επίδοση και στο συναίσθημα. Η έναρξή της εντοπίζεται συνήθως στην ηλικία 3-5 χρόνων. Η αιτιολογία της διαταραχής αυτής δεν είναι ακόμη συγκεκριμένη και ξεκάθαρη, ωστόσο έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τη γενετική μεταβίβαση (περί το 50% των γονέων με ΔΕΠΥ έχουν ένα παιδί που έχει, επίσης, τη διαταραχή), νευροβιολογικούς παράγοντες (συγκεκριμένες εγκεφαλικές δομές που παρουσιάζουν διαφορετική δραστηριοποίηση, συγκεκριμένους νευροδιαβιβαστές που εμπλέκονται - όπως οι κατεχολαμίνες) και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες (γονεϊκή παραμέληση, αδιαφορία ή απουσία, συναισθηματικές στερήσεις κατά τη βρεφική ηλικία).
Πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα παιδί με ΔΕΠΥ;

Το παιδί με ΔΕΠΥ παρουσιάζει υπερβολική κινητικότητα, είναι υπέρμετρα δραστήριο και η ενεργητικότητά του χαρακτηρίζεται άσκοπη σε μεγάλο βαθμό. Η υπερκινητικότητά του γίνεται ιδιαίτερα έντονη σε οργανωμένες και δομημένες καταστάσεις όπου απαιτείται αυτοέλεγχος. Η κλινική εικόνα της υπερκινητικότητάς του, προσομοιάζει σε αυτήν της μανίας· είναι εξαιρετικά ομιλητικό και θορυβώδες, μεταπηδά από τη μία δραστηριότητα στην άλλη αφήνοντάς την ανολοκλήρωτη, δεν μπορεί να μείνει καθισμένο για πολλή ώρα, χοροπηδάει, τρέχει, στριφογυρίζει, κινεί απρόσφορα τα μέλη του σώματός του (ακόμη και σε καταστάσεις ηρεμίας). Δυσκολεύεται σε μεγάλο βαθμό να ακολουθήσει κανόνες και να παραμείνει πειθαρχημένο, είναι απαιτητικό, ανυπόμονο και δεν αντέχει τις ματαιώσεις. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το παιδί, επηρεάζει σημαντικά το βαθμό υπερκινητικότητάς του, όπως επίσης και το είδος της δραστηριότητας, ο βαθμός επίβλεψής του από ενήλικα, αλλά και η σχέση που έχει αναπτύξει το παιδί με τον ενήλικα αυτό.
Επιπλέον, το παιδί με ΔΕΠΥ αδυνατεί να παραμείνει προσηλωμένο σε καθήκοντα που απαιτούν την εστίαση της προσοχής του. Δυσκολεύεται σε μεγάλο βαθμό να συγκεντρωθεί, ειδικά στις λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα να κάνει λάθη απροσεξίας σε δραστηριότητες σχετιζόμενες με το σχολικό πλαίσιο ή εκτός σχολικού πλαισίου. Η ελλειμματική προσοχή του παιδιού το οδηγεί στο να αποφεύγει καθήκοντα και δραστηριότητες που απαιτούν σταθερή και διαρκή νοητική προσπάθεια, όπως οι σχολικές εργασίες ή η μελέτη των μαθημάτων στο σπίτι. Μοιάζει σαν να μην ακούει όταν του μιλούν, ενώ παράλληλα εμφανίζει αδυναμία στην οργάνωση καθηκόντων και δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα να είναι επιρρεπές στο να χάνει αντικείμενα (π.χ. σχολικές φωτοτυπίες, βιβλία, παιχνίδια, κ.ο.κ.).
Ακόμη, στην κλινική εικόνα της ΔΕΠΥ παρουσιάζεται έντονη παρορμητικότητα από την πλευρά του παιδιού. Αδυνατεί σε μεγάλο βαθμό να ελέγξει τις αντιδράσεις του, με αποτέλεσμα να γίνεται αποδέκτης των αρνητικών συνεπειών τους. Ακόμα και οι αρνητικές αυτές συνέπειες δεν είναι αρκετές έτσι ώστε να αποτρέψουν το παιδί με ΔΕΠΥ από το να τις επαναλάβει, καθιστώντας έτσι τον εαυτό του σε μόνιμη επικινδυνότητα, παρ’ όλο που μετά συνειδητοποιεί με μεγάλη έκπληξη ότι κινδύνεψε σε μεγάλο βαθμό. Παραδείγματος χάριν, έχει βρεθεί αυξημένο το ποσοστό των δηλητηριάσεων και των ατυχημάτων σε παιδιά με ΔΕΠΥ (π.χ. να πιούν απορρυπαντικά, να περάσουν το δρόμο χωρίς προσοχή, κ.ο.κ.). Γι’ αυτό το λόγο, θεωρείται εξαιρετικά σημαντική η επίβλεψή τους από ενήλικες.
Οι συνοδές δυσκολίες της ΔΕΠΥ είναι εξ ίσου σημαντικές στην καθημερινότητα του παιδιού. Δυσκολεύεται πάρα πολύ να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου, παρουσιάζει μαθησιακές δυσκολίες και η σχολική του επίδοση είναι χαμηλή. Παράλληλα, η συμπεριφορά του στην τάξη το καθιστά ανεπιθύμητο μεταξύ των συμμαθητών του. Οι κοινωνικές του συναναστροφές είναι σημαντικά περιορισμένες, και αυτό γιατί οι ψυχικές του μεταπτώσεις και η έλλειψη αναστολών δυσκολεύουν την επικοινωνία του με το κοινωνικό σύνολο. Είναι εξαιρετικά ανυπόμονο, δεν περιμένει να ακούσει τον συνομιλητή του και τον διακόπτει, ζητώντας την άμεση ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών. Αδυνατεί να συνεργαστεί με άλλα παιδιά στα πλαίσια ενός παιχνιδιού, δυσκολεύεται να ακολουθήσει τους κανόνες, να περιμένει πότε θα έρθει η σειρά του και να συνεχίσει να συμμετέχει στο παιχνίδι χρονικά, όσην ώρα παίζουν και οι συμμαθητές του. Επομένως, η δημιουργία μία σταθερής ή καλής φιλίας με τους συνομηλίκους του καθίσταται δυσχερής. Συχνά, δεν μπορεί να παραμείνει μέλος μίας ομάδας και να δημιουργήσει ή να κρατήσει μία φιλία, με αποτέλεσμα να απομονώνεται κοινωνικά.
Όσον αφορά στο συναισθηματικό κομμάτι, το παιδί με ΔΕΠΥ παρουσιάζει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αυτό συμβαίνει διότι βιώνει μεγάλου βαθμού απόρριψη από συνομηλίκους και ενήλικες, λόγω των δυσκολιών που το αποτρέπουν από το να έχει μία τυπική συμπεριφορά ανάλογα με τη χρονολογική του ηλικία. Νιώθει προσωπικά αποτυχημένο και αποκτά μία κακή εικόνα για τον εαυτό του, μία αίσθηση η οποία ενισχύεται από διαρκείς παρατηρήσεις (π.χ. «μην συμπεριφέρεσαι έτσι», «μην το κάνεις αυτό»), ειδικά στις περιπτώσεις όπου δεν έχει δοθεί η διάγνωση της ΔΕΠΥ. Ορισμένα μάλιστα παιδιά εμφανίζουν καταθλιπτικά συμπτώματα, τα οποία τρέφονται από αυτήν τη γενικευμένη αίσθηση αποτυχίας.
Η εμφάνιση κάποιας άλλη διαταραχής παράλληλα με τη ΔΕΠΥ, είναι αρκετά μάλιστα συχνή. Οι διαταραχές που παρουσιάζονται πιο συχνά είναι οι εξής: μαθησιακά προβλήματα και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, κατάθλιψη, διπολική διαταραχή, αγχώδεις διαταραχές, σωματοποιήσεις, διαταραχές διαγωγής, κατάχρηση ουσιών, διαταραχές στον ύπνο, κ.ά.
Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι η ΔΕΠΥ είναι μία διαταραχή, η οποία επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα της καθημερινότητας του παιδιού με ΔΕΠΥ, με αποτέλεσμα να έχει αντίκτυπο σε πολλαπλούς τομείς της ζωής του.
Βιβλιογραφία
American Psychiatric Association, (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
Λαζαράτου, Ε., (2009). «Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής –Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) Κλινική εικόνα, Διάγνωση, Αντιμετώπιση», Νέα Παιδιατρικά χρονικά, 9(3), 163-170.
Λαζαράτου, Ε., Μανωλέσου, Σ., (2009). «Οδηγίες για τους γονείς παιδιών με ΔΕΠΥ», Νέα Παιδιατρικά χρονικά, 9(3), 216-217.
Wilmshurst, L. (2011). Εξελικτική Ψυχοπαθολογία: Μία αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Comments