top of page
Nimatos Akri2.png

Πένθος & Μελαγχολία: μία ψυχαναλυτική ματιά

  • Εικόνα συγγραφέα: Μαρία Σουρίδη, Ψυχολόγος
    Μαρία Σουρίδη, Ψυχολόγος
  • 13 Απρ 2018
  • διαβάστηκε 6 λεπτά

Η απώλεια συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι στον κύκλο της ζωής. Κάθε άνθρωπος πορεύεται στη ζωή του γνωρίζοντας την πιθανότητα ενός θανάτου˙ του δικού του και των άλλων. Η γνώση αυτής της πιθανότητας του θανάτου, η απώλεια και η μετάβαση σε κάτι νέο που ακολουθεί την απώλεια, είναι μία συνήθης, κοινή πλευρά του ανθρώπινου στοιχείου. Αυτό υποστηρίζει την παραδοχή ότι η πορεία προς το θάνατο και ο ίδιος ο θάνατος συνιστούν φαινόμενα με τα οποία οι άνθρωποι έχουν περισσότερη εμπειρία από αυτή που αναμένεται να αναγνωρίσει κανείς ότι ήδη έχει (Barton, 1977).

Η απώλεια, η οποία λογίζεται ως μία κατάσταση αποστέρησης από το αντικείμενο που χάθηκε ή που κάποιος απέτυχε να κρατήσει (Humphrey, & Zimpfer, 1996) συμπορεύεται με το πένθος. Το πένθος (το οποίο λεξιλογικά προέρχεται από το ρήμα πάσχω, δηλώνοντας έτσι το αμετάκλητο) λαμβάνει διαφορετικές ονομασίες και εκφάνσεις τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική γλώσσα, ανάλογα με αυτό που εκφράζεται από τον πάσχοντα. [...]

Ο Freud (1917), υποστηρίζει ότι το πένθος «είναι συνήθως η αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή μίας αφηρημένης έννοιας που έρχεται σε αυτήν τη θέση, όπως η πατρίδα, η ελευθερία, ένα ιδανικό, κ.ο.κ» (σ. 243) . Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου που βύθιζε ανέκαθεν τους ανθρώπους σε θλίψη (Bacqué, 2001), σε ορισμένες περιπτώσεις, περνά από τις αναμενόμενες εκδηλώσεις θρήνου του πενθούντα στην παθολογική διάσταση της μελαγχολίας. «Η μελαγχολία είναι η σφραγίδα της θνητότητας» (Μπέρτον, 2007, σ. 230-231), υποστήριξε ο Μπέρτον ήδη από το 1621, όπου δημοσίευσε για πρώτη φορά το έργο του «Η ανατομία της μελαγχολίας». Ο Freud συνεχίζει λέγοντας ότι:


Το βαθύ πένθος, η αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, περιλαμβάνει τον ίδιο επίπονο τρόπο σκέψης, την ίδια απώλεια ενδιαφέροντος για τον έξω κόσμο, την ίδια ανικανότητα να υιοθετήσει ένα οποιοδήποτε αντικείμενο αγάπης (που θα σήμαινε να το αντικαταστήσει) και την ίδια αποστροφή από οποιαδήποτε δραστηριότητα που δε συνδέεται με τις σκέψεις του πενθούντα για το απολεσθέν αντικείμενο (σ. 244).


Η δομική διαφορά ανάμεσα στο πένθος και στη μελαγχολία έγκειται στο ότι η διαταραχή του «αισθήματος του Εγώ» (ως ελάττωση) απουσιάζει στο πένθος, υπάρχει ωστόσο κάποια συρρίκνωση του Εγώ (Συνοδινού, 2005). Στη μελαγχολία, όμως, ο πενθών παρουσιάζει μία εξαιρετική ελάττωση της αυτοαντίληψής του, μία πτώχευση του Εγώ σε πολύ μεγάλο βαθμό (Freud, 1917). Στο πένθος, ο κόσμος είναι εκείνος που πτωχεύει και κενώνεται ενώ στη μελαγχολία το ίδιο το Εγώ είναι κενό (Freud, 1917).

Εκείνο όμως το στοιχείο που συνάδει μεταξύ πένθους και μελαγχολίας είναι η οδύνη. Η Ντολτό (2000, 2006) υποστηρίζει ότι «αυτό που φοβόμαστε δε φαίνεται καθόλου να είναι ο θάνατος, διότι για το ασυνείδητο αυτός δεν υπάρχει˙ αυτό που φοβόμαστε είναι ο πόνος, η κατάρρευση και ο αποχωρισμός από τα πλάσματα που αγαπάμε» (σ.23-24). Η Dolto (2000, 2006) συνεχίζει λέγοντας ότι:


Με αυτούς που αγαπάμε είναι δύσκολο, γιατί μαζί τους πεθαίνει ένα κομμάτι του εαυτού μας κι είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να επεξεργαστούμε: να αποδεχτούμε τον πόνο που προκαλεί εκεί, στο παρόν, η πραγματική πιθανότητα του αποχωρισμού από ένα αγαπημένο πρόσωπο, η πιθανότητα του φυσικού αποχωρισμού (σ.25).


Ένα αντικείμενο δηλαδή επενδύεται με ψυχική ενέργεια σαν να ήταν κομμάτι του εαυτού γι’αυτό και είναι ιδιαίτερα αγαπητό στο υποκείμενο (το άτομο). «Η παράσταση του θανάτου συνοδεύεται από την περιγραφή των συναισθημάτων, ιδιαίτερα της θλίψης των επιζώντων, (…) και της φρίκης της μοναξιάς» (Ραιμπό, 1978, 1996). Όταν λοιπόν το αντικείμενο χάνεται, τότε χάνεται και ένα μέρος του εαυτού δημιουργώντας κατ’αυτόν τρόπο ένα ναρκισσιστικό πλήγμα. Η οδύνη είναι, επομένως, η έκφραση του ναρκισσιστικού τραυματισμού (Συνοδινού, 2005). Στην περίπτωση του αιφνίδιου θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, οι οδυνηρές διεργασίες είναι καταιγιστικές ακριβώς επειδή ο αποχωρισμός από το αντικείμενο είναι απρόβλεπτος και η αποσύνδεση βίαιη. Στον μη αιφνίδιο θάνατο, σε ανίατες ασθένειες, ο θάνατος κατά τη διάρκεια της ασθένειας «είναι διαρκώς παρών ανάμεσα στο άτομο που θα ζήσει και στο άτομο που πρόκειται να πεθάνει» (Συνοδινού, 2005, σ. 58).

Ο Freud (1917) στο έργο του «Πένθος και Μελαγχολία» κάνει λόγο για τη διεργασία του πένθους (“work/process of mourning”), η οποία λαμβάνει χώρα κάθε φορά που το υποκείμενο χάνει ένα αντικείμενο στο οποίο είχε απευθύνει ενέργειες κάθεξης, δηλαδή είχε επενδύσει με λιβιδινική ενέργεια. Η απώλεια του αντικειμένου πυροδοτεί την εξέγερση και την άρνηση της συνειδητοποίησης της απώλειας αυτής, ενώ το υποκείμενο που βιώνει την αποστέρηση συγκρίνει αδιαλλείπτως την αλλοτινή του σχέση με το πλέον απολεσθέν αντικείμενο και την τωρινή απουσία του (Bacqué, 2001. Freud, 1917). Αυτή η απάρνηση του θανάτου αναδύει μία αμφιθυμική σχέση αγάπης και μίσους του υποκειμένου προς το αντικείμενο, λαμβάνοντας έτσι την παθολογική διάσταση των αυτομομφών και των ενοχικών συναισθημάτων (Freud, 1917. Συνοδινού, 2005).

Κατ’αυτόν τον τρόπο ξεκινά η διεργασία του πένθους σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο που θρηνεί κατακλύζεται από θλίψη, οδύνη, απάθεια και ανάκληση αναμνήσεων συνδεδεμένων με την απώλεια, με τρόπο συνήθως επαναληπτικό (Συνοδινού, 2005). Η Ντολτό (2000, 2006) σχολιάζει τα μελαγχολικά και καταθλιπτικόμορφα συναισθήματα του πενθούντα ως μία απόπειρα παλινδρόμησης προκειμένου να συνδεθεί με το νεκρό, τον οποίο έχει εσωτερικεύσει και με τον οποίο είναι συνδεδεμένος έτσι ώστε να κρατηθεί στη ζωή. Ο νεκρός, ουσιαστικά, είναι ο ομφάλιος λώρος μεταξύ του θρηνούντα και της ζωής.

Εντούτοις, ο πενθών σταδιακά και τμηματικά ξεκινά να αποδεσμεύει την ενέργεια που είχε αρχικά επενδύσει στο απολεσθέν αντικείμενο έτσι ώστε να πραγματοποιήσει λιβιδινικές επενδύσεις σε νέα αντικείμενα. Όπως υποστηρίζει ο Abraham (1911), το αρχικό αντικείμενο μπορεί να έχει χαθεί, όμως η δυνατότητα αγάπης για ένα νέο αντικείμενο έχει διατηρηθεί (Bacqué, 2001. May-Tolzmann, 1997). Ο Freud (1917) αναφέρει σχετικώς:


Κάθε μία από τις αναμνήσεις που αναδεικνύουν το δεσμό της λιμπίντο με το χαμένο αντικείμενο, έρχονται αντιμέτωπες με την πραγματικότητα ότι το αντικείμενο δεν υπάρχει πια. Και το Εγώ, το οποίο έρχεται εν συνεχεία αντιμέτωπο με το ερώτημα αν θα αποδεχτεί αυτήν τη μοίρα, πείθεται να διακόψει το δεσμό του με το χαμένο αντικείμενο ορμώμενο από το σύνολο των ναρκισσιστικών του ικανοποιήσεων ότι το ίδιο παραμένει ζωντανό (σ.255).


Η διεργασία του πένθους, η οποία απαιτεί πολύ χρόνο και ενέργεια, ωθεί το Εγώ να εγκαταλείψει το απολεσθέν αντικείμενο δηλώνοντας ότι αυτό είναι πλέον νεκρό και προσφέροντας του έτσι την παρακίνηση να ζήσει (Freud, 1917). Οι συναισθηματικές επενδύσεις μέλλουν να αποδεσμευθούν σταδιακά από τη μνήμη και να μετατραπούν σε λιγότερο επώδυνες αναμνήσεις (Bacqué, 2001). Συνεπώς, το αγαπημένο πρόσωπο που χάθηκε λειτουργεί όχι «σαν πόλος θλίψης, αλλά σαν πηγή συμβολικής ζωής˙ στηρίζει τους ζωντανούς, διότι συμμετέχει στη ζωή τους οριστικά και αμετάκλητα (…)» (Ντολτό, 2000, 2006, σ.35). Η Ραιμπό (1978, 1996) σχολιάζει από την πλευρά της την αποδοχή της απώλειας του αντικειμένου:


Το να μπορεί να δεχτεί το θάνατο του άλλου, σημαίνει το να δεχτεί το ποτέ πια το βλέμμα του, τη φωνή του, τη στοργή του, υπόβαθρων των ανταλλαγών με τον άλλο, μια απουσία μέλλοντος στα κοινά σχέδια της φαντασίας, την τελεία και παύλα στην παρτιτούρα ενός από τα όργανα της συμφωνίας των φαντασιώσεών μας (σ.184).


Συνεπώς, η ψυχολογική λειτουργία του πένθους έγκειται στην απελευθέρωση του υποκειμένου από τη σχέση της κάθεξης (δεσμό) προς το νεκρό, επιτυγχάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο μία σταδιακή αποδέσμευση μέσω της αναθεώρησης του παρελθόντος και της διατήρησης των αναμνήσεων που σχετίζονται με το χαμένο αγαπημένο πρόσωπο. Έτσι, λοιπόν, μία επιτυχημένη προσαρμογή στα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η απώλεια, θα περιλαμβάνει υποχρεωτικά τη διεργασία της απώλειας, όσο επίπονη και αν είναι (Stroebe & Schut, 2001). [...]


[Απόσπασμα από την πτυχιακή εργασία της Μαρίας Σουρίδη: "Η Διεργασία του Πένθους σε σχέση με τη Μουσική· Μια Μελέτη σε Ενήλικο Πληθυσμό", Τμήμα Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών]


Βιβλιογραφία:


Bacqué , M. F. (2001). Πένθος και υγεία άλλοτε και σήμερα (4η έκδ.). Αθήνα: Εκδόσεις Θυμάρι.


Barton, D. (1977). Dying and death: a clinical guide for caregivers. Baltimore, USA:The Williams and Wilkins Company.


Freud, S. (1917). Mourning and Melancholia. In J. Strachey (Ed.), The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud Volume XIV (1914-1916): On the History of the Psycho-Analytic Movement - Papers on Metapsychology ans other Works (pp. 237-258). London: Hogarth Press and the Institute of Psycho-analysis.


Guérin, G. (1996). Το να είναι κανείς σε πένθος. Στο Ζ. Ραιμπό (Επιμ. Έκδ.), Το παιδί και ο θάνατος (σ. 183-199). Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.


Humphrey, G. M., & Zimpfer, D. G. (1996). Counseling for grief and bereavement. London, UK: Sage Publications Ltd.


May-Tolzmann, R. (1997). The discovery of the bad mother: Abraham's contribution to the theory of depression. Luzifer-Amor: Zeitschrift zur Geschichte der Psychoanalyse, 10(20), 98-131.


Μπέρτον, Ρ. (2007). Η ανατομία της μελαγχολίας. Αθήνα: Ηριδανός.


Ντολτό, Φ. (2006). Μιλώντας για το θάνατο (2η έκδ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.


Ραιμπό, Ζ. (1996). Το παιδί και ο θάνατος (2η έκδ.). Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.


Stroebe, M. S., & Schut, H. (2001). Models of coping with bereavement: a review. In M. S. Stroebe, R. O. Hansson, W. Stroebe, & H. Schut (Eds.), Handbook of Bereavement Research - Consequences, coping, and care (pp. 375-404). Washington, DC: American Psychological Association.


Συνοδινού, Κ. (2005). Η πολυπλοκότητα του συναισθήματος του πένθους. Εκ των υστέρων, 13, 53-65.



ree


 
 
 

Σχόλια


bottom of page